κακοταιριάζω

κακοταιριάζω
κακοταίριασα και κακοταίριαξα, κακοταιριάστηκα και κακοταιριάχτηκα, κακοταιριασμένος και κακοταιριαγμένος
1. κακώς συναρμόζω δύο ή περισσότερα πράγματα: Τα εξαρτήματα αυτά είναι κακοταιριασμένα.
2. δε συμφωνώ: Το αντρόγυνο αυτό κακοταίριαξε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κακοταιριάζω — 1. (μτβ.) ενώνω ή συναρμόζω δύο ή περισσότερα πράγματα κακώς, με αταίριαστο τρόπο 2. (αμτβ.) α) δεν προσαρμόζομαι καλά, δεν εφαρμόζω τέλεια β) (για πρόσ.) δεν συμφωνώ με κάποιον, δεν ταιριάζω μαζί του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”