- κακοταιριάζω
- κακοταίριασα και κακοταίριαξα, κακοταιριάστηκα και κακοταιριάχτηκα, κακοταιριασμένος και κακοταιριαγμένος1. κακώς συναρμόζω δύο ή περισσότερα πράγματα: Τα εξαρτήματα αυτά είναι κακοταιριασμένα.2. δε συμφωνώ: Το αντρόγυνο αυτό κακοταίριαξε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.